μεταπληκεύω

μεταπληκεύω
μεταπληκεύω (Α)
αλλάζω στρατόπεδο, μεταστρατοπεδεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἀπληκεύω «σταθμεύω, στρατοπεδεύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”